Καταπίεση στα φινλανδικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sorronalaisuus, paine, painostus, rasitus, sorto, sorron, sortoa, sorrosta, sortoon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, καταπίεση στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα φινλανδικά - ymmärryskyky, ajattelukyky, sisältyvyys, ymmärtäväinen, myötätunto, sopimus, ala, ...
- καταπέλτης στα φινλανδικά - linko, ritsa, katapultti, Catapult, singota, heittokone
- καταπίνω στα φινλανδικά - kulaus, siemaus, pääskynen, niellä, hotkaista, nielu, nielemään, ...
- καταπατητής στα φινλανδικά - asunnonvaltaaja, squatter, talonvaltaaja, maalle asettunut, ja talonvaltaaja
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: sorronalaisuus, paine, painostus, rasitus, sorto, sorron, sortoa, sorrosta, sortoon
Μεταφράσεις: sorronalaisuus, paine, painostus, rasitus, sorto, sorron, sortoa, sorrosta, sortoon