Καταπίεση στα τούρκικα
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baskı, zulüm, baskının, zulmün, baskılar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας τούρκικα, καταπίεση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα τούρκικα - anlaşma, duygudaşlık, anlayış, sempati, anlayışı, anlaşılması, anlama, ...
- καταπέλτης στα τούρκικα - sapan, mancınık, catapult, mancınık ile, fırlatmak
- καταπίνω στα τούρκικα - kırlangıç, yutmak, yutma, yut, yutmaya
- καταπατητής στα τούρκικα - gecekonducu, gecekondu, gecekonduların, gecekondularda, squatter
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: baskı, zulüm, baskının, zulmün, baskılar
Μεταφράσεις: baskı, zulüm, baskının, zulmün, baskılar