Καταπίεση στα λετονικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apspiešana, apspiešanu, apspiestība, nomāktība, apspiešanas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας λετονικά, καταπίεση στα λετονικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα λετονικά - līgums, vienošanās, saprašana, izpratne, izpratni, sapratne, izpratnes
- καταπέλτης στα λετονικά - katapulta, kaķene, katapultu, Catapult, katapultas
- καταπίνω στα λετονικά - rīt, bezdelīga, norīt, norijiet, jānorij
- καταπατητής στα λετονικά - squatter
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: apspiešana, apspiešanu, apspiestība, nomāktība, apspiešanas
Μεταφράσεις: apspiešana, apspiešanu, apspiestība, nomāktība, apspiešanas