Καταπίεση στα σλοβενικά

Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tise, tisk, zatiranje, zatiranja, stiska, zatiranju, zatiranjem
Καταπίεση στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπίεση

καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας σλοβενικά, καταπίεση στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • κατανόηση στα σλοβενικά - razumevanje, razumevanja, razumevanju, poznavanje, dogovor
  • καταπέλτης στα σλοβενικά - katapult, catapult, Prača, Katapultirati, nenadoma
  • καταπίνω στα σλοβενικά - lastovka, pogoltniti, požirati, pogoltnejo, pogoltnili, pogoltnil
  • καταπατητής στα σλοβενικά - Šljapkati
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: tise, tisk, zatiranje, zatiranja, stiska, zatiranju, zatiranjem