Καταπίεση στα ουγγρικά

Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elnyomás, az elnyomás, elnyomása, elnyomást, elnyomását
Καταπίεση στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπίεση

καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καταπίεση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • κατανόηση στα ουγγρικά - megértés, megegyezés, megállapodás, felfogás, megértése, megértését, megértést, ...
  • καταπέλτης στα ουγγρικά - katapult, katapultot, a katapult, catapult
  • καταπίνω στα ουγγρικά - falat, fecske, lenyelés, nyelés, nyel, lenyelni, nyelni, ...
  • καταπατητής στα ουγγρικά - birtokháborító, földfoglaló, guggoló, nagybirtokos, zömökebb, squatter
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elnyomás, az elnyomás, elnyomása, elnyomást, elnyomását