Καταπίεση στα σουηδικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtryck, förtrycket, förtryckets
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας σουηδικά, καταπίεση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα σουηδικά - förstånd, förståelse, förståelsen, förstå, kunskap, uppfattning
- καταπέλτης στα σουηδικά - katapult, katapulten, slangbåge, katapult för
- καταπίνω στα σουηδικά - sluka, svälja, sväljer, svälj, svala, svalan
- καταπατητής στα σουηδικά - husockupant, squatter, kolonist
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: förtryck, förtrycket, förtryckets
Μεταφράσεις: förtryck, förtrycket, förtryckets