Καταπίεση στα ρουμανικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asuprire, opresiune, opresiunii, opresiunea, oprimare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, καταπίεση στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα ρουμανικά - înţelegere, înțelegere, înțelegerea, intelegere, înțelegerii, intelegerea
- καταπέλτης στα ρουμανικά - catapulta, catapultă, catapult, catapultei, praștie
- καταπίνω στα ρουμανικά - rândunică, înghiți, înghită, înghițiți, inghiti, inghita
- καταπατητής στα ρουμανικά - persoană care stă ghemuită, stă ghemuită, care stă ghemuită, intrus, ocupant in mod abuziv
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: asuprire, opresiune, opresiunii, opresiunea, oprimare
Μεταφράσεις: asuprire, opresiune, opresiunii, opresiunea, oprimare