Καταπίεση στα ισλανδικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kúgun, þrenging, að kúgun, er þrenging
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καταπίεση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα ισλανδικά - skyn, skilningsríkur, skilningur, skilning, skilningi, skilja, skilningur á
- καταπέλτης στα ισλανδικά - catapult
- καταπίνω στα ισλανδικά - kingja, gleypa, kyngja, gleypt, gleypir, að gleypa
- καταπατητής στα ισλανδικά - squatter
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kúgun, þrenging, að kúgun, er þrenging
Μεταφράσεις: kúgun, þrenging, að kúgun, er þrenging