Καταπίεση στα κροατικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugnjetavanja, teroru, potlačenost, ugnjetavanje, tlačenje, opresija
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας κροατικά, καταπίεση στα κροατικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα κροατικά - razumijevanje, obuhvaćanje, uključivanje, ugovor, poimanja, sporazum, razumijevanja, ...
- καταπέλτης στα κροατικά - katapult, catapult, praćka, katapulta, katapultirati
- καταπίνω στα κροατικά - zalogaj, trpjeti, lastavica, lasta, progutati, proguta, gutati, ...
- καταπατητής στα κροατικά - delinkvent, šljapkati, bespravni naseljenik
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ugnjetavanja, teroru, potlačenost, ugnjetavanje, tlačenje, opresija
Μεταφράσεις: ugnjetavanja, teroru, potlačenost, ugnjetavanje, tlačenje, opresija