Καταπίεση στα πολωνικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ucisk, opresja, gnębienie, ucisku, opresji
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας πολωνικά, καταπίεση στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα πολωνικά - pojmowanie, założenie, wyrozumienie, objętość, wyrozumiałość, zrozumienie, porozumienie, ...
- καταπέλτης στα πολωνικά - proca, katapulta, katapultować, katapulty, catapult
- καταπίνω στα πολωνικά - łykać, haust, wchłaniać, pochłaniać, połykać, kropić, przełknięcie, ...
- καταπατητής στα πολωνικά - winowajca, kłusownik, intruz, skwater, dziki lokator, squatter, dzikim lokatorem
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ucisk, opresja, gnębienie, ucisku, opresji
Μεταφράσεις: ucisk, opresja, gnębienie, ucisku, opresji