Καταπίεση στα νορβηγικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
undertrykkelse, undertrykking, undertrykkelsen, trengsel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας νορβηγικά, καταπίεση στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα νορβηγικά - overenskomst, avtale, forståelse, forståelsen, forstå, å forstå
- καταπέλτης στα νορβηγικά - katapult, katapulten, katapulten til, catapult
- καταπίνω στα νορβηγικά - slurk, jafs, svelge, svale, svelger, å svelge, svelges, ...
- καταπατητής στα νορβηγικά - husokkupant, Husokkupanter, squatter
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: undertrykkelse, undertrykking, undertrykkelsen, trengsel
Μεταφράσεις: undertrykkelse, undertrykking, undertrykkelsen, trengsel