Καταπίεση στα ισπανικά
Μετάφραση: καταπίεση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
opresión, la opresión, opresión de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπίεση
καταπίεση αντώνυμο, καταπίεση ποινικόσ κώδικασ, καταπίεση γονέων, καταπίεση γυναικών, καταπίεση λεξικό, καταπίεση λεξικό γλώσσας ισπανικά, καταπίεση στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- κατανόηση στα ισπανικά - entendimiento, comprensión, pacto, acuerdo, arreglo, la comprensión, conocimiento, ...
- καταπέλτης στα ισπανικά - honda, catapulta, la catapulta, catapulta de, de catapulta, catapult
- καταπίνω στα ισπανικά - golondrina, sorber, tragar, comerse, sorbo, andorina, engullir, ...
- καταπατητής στα ισπανικά - okupa, squatter, ocupantes ilegales, ocupante ilegal, de ocupantes ilegales
Τυχαίες λέξεις
Καταπίεση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: opresión, la opresión, opresión de
Μεταφράσεις: opresión, la opresión, opresión de