Κολακευτικός στα δανικά

Μετάφραση: κολακευτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
adulatory
Κολακευτικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολακευτικός

κολακευτικός λεξικό γλώσσας δανικά, κολακευτικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κολέγιο στα δανικά - læreanstalt, College, uddannet, kollegium, kollegiet
  • κολίγας στα δανικά - husmændene, husmænd, Crofters, af Crofters
  • κολακεύω στα δανικά - smigre, blarney, af Blarney, i Blarney
  • κολασμένος στα δανικά - forbandet, Damned, forbandede, fordømte, fordømt
Τυχαίες λέξεις
Κολακευτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: adulatory