Κολακευτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: κολακευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruiperig, poesvriendelijk, vleiend
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολακευτικός
κολακευτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολακευτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κολέγιο στα ολλανδικά - lyceum, college, universiteit, hogeschool, universiteits, de universiteit
- κολίγας στα ολλανδικά - huurder, pachter, crofters, onderpachters, keuterboeren, van Crofters, keuters
- κολακεύω στα ολλανδικά - flatteren, vleien, Blarney, vlei, vleit, in Blarney
- κολασμένος στα ολλανδικά - verdoemde, verdomd, verdoemden, verdomde, vervloekte
Τυχαίες λέξεις
Κολακευτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruiperig, poesvriendelijk, vleiend
Μεταφράσεις: kruiperig, poesvriendelijk, vleiend