Κολακευτικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κολακευτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adulador, adulatory, adulatório, adulatórios
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολακευτικός
κολακευτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κολακευτικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κολέγιο στα πορτογαλικά - faculdade, colégio, da faculdade, universitário, a faculdade
- κολίγας στα πορτογαλικά - inquilino, locatário, crofters, arrendatários, dos Crofters, nos pequenos agricultores
- κολακεύω στα πορτογαλικά - lisonjear, gabar, achatar, alisador, bajulação, Blarney, de blarney, ...
- κολασμένος στα πορτογαλικά - condenado, danado, maldito, maldita, condenados
Τυχαίες λέξεις
Κολακευτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: adulador, adulatory, adulatório, adulatórios
Μεταφράσεις: adulador, adulatory, adulatório, adulatórios