Κολακευτικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: κολακευτικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pataikaujantis, Glaimojošs, Lišķīgs, Pochlebczy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολακευτικός
κολακευτικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κολακευτικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κολέγιο στα λιθουανικά - koledžas, kolegija, aukštasis, kolegijos, kolegijoje
- κολίγας στα λιθουανικά - nuomininkas, Crofters
- κολακεύω στα λιθουανικά - meilikauti, saldžiažodžiavimas, meilikavimas, Glaimot, Lišķēšana, Lišķēt
- κολασμένος στα λιθουανικά - prakeiktas, pasmerktųjų, damned, the damned, pasmerktas
Τυχαίες λέξεις
Κολακευτικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pataikaujantis, Glaimojošs, Lišķīgs, Pochlebczy
Μεταφράσεις: pataikaujantis, Glaimojošs, Lišķīgs, Pochlebczy