Κοπιάζω στα δανικά

Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
arbejde, moil, kappen, kappe, restdel, restdelen
Κοπιάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιάζω

κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, κοπιάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κοπή στα δανικά - skære, skæring, opskæring, skærende, spåntagning
  • κοπανίζω στα δανικά - thwack, berømte slag, det berømte slag
  • κοπιαστικός στα δανικά - trættende, anstrengende, opslidende, udmattende, fatiguing
  • κοπριά στα δανικά - slam, dynd, gødning, gylle, ajle, husdyrgødning, gødningen
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: arbejde, moil, kappen, kappe, restdel, restdelen