Κοπιάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbas, triūsas, plūktis, Dėmė, Atlikti sudėtingą darbą, Žvynelinė darbas, Nopūlēties
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιάζω
κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κοπιάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κοπή στα λιθουανικά - kirpti, pjovimas, pjaustymas, pjaustymo, pjovimo, štampavimas
- κοπανίζω στα λιθουανικά - svaras, pliekti, tėkštis, Machnąć, Ciachać, Pacnąć
- κοπιαστικός στα λιθουανικά - Męczący, Nogurdinošs, Varginančių
- κοπριά στα λιθουανικά - šlamštas, purvas, mėšlas, dumblas, mėšlo, mėšlą, mėšlui, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: darbas, triūsas, plūktis, Dėmė, Atlikti sudėtingą darbą, Žvynelinė darbas, Nopūlēties
Μεταφράσεις: darbas, triūsas, plūktis, Dėmė, Atlikti sudėtingą darbą, Žvynelinė darbas, Nopūlēties