Κοπιάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leiboristid, liberaalid, Moiliga
Κοπιάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιάζω

κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κοπιάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κοπή στα εσθονικά - kärbitud, lõige, kärpima, raie, lõikamine, lõikamise, lõikamiseks, ...
  • κοπανίζω στα εσθονικά - Läjähdys, Läimäys, Läimäyttää
  • κοπιαστικός στα εσθονικά - töökas, fatiguing, väsitavate, väsimist, väsitavad, väsitavatest
  • κοπριά στα εσθονικά - sõnnik, põllurammu, kõnts, sõnniku, sõnnikut, sõnnikust, sõnnikulaotur
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: leiboristid, liberaalid, Moiliga