Κοπιάζω στα σουηδικά
Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arbete, spettverktyg, restprodukt, släp, restprodukten, släpet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιάζω
κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, κοπιάζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κοπή στα σουηδικά - inskränka, snitt, klippa, skärning, skär, klipp, skärande
- κοπανίζω στα σουηδικά - KLAPPA TILL, thwack
- κοπιαστικός στα σουηδικά - trött, tröttande, ansträngande, tröttsam, utmattning
- κοπριά στα σουηδικά - dy, dynga, gödsla, gödsel, naturgödsel, stallgödsel
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: arbete, spettverktyg, restprodukt, släp, restprodukten, släpet
Μεταφράσεις: arbete, spettverktyg, restprodukt, släp, restprodukten, släpet