Κοπιάζω στα ιταλικά
Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavoro, travaglio, moil, paletta bulino, paletta bulino a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιάζω
κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κοπιάζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κοπή στα ιταλικά - squarcio, restringere, taglio, ridurre, di taglio, il taglio, taglio di, ...
- κοπανίζω στα ιταλικά - libbra, colpire, battere, pestare, botta, tHWACK, botto, ...
- κοπιαστικός στα ιταλικά - faticoso, faticosa, affaticante, stancante, affaticanti
- κοπριά στα ιταλικά - fango, sudiciume, concime, letame, stallatico, il letame, deiezioni
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lavoro, travaglio, moil, paletta bulino, paletta bulino a
Μεταφράσεις: lavoro, travaglio, moil, paletta bulino, paletta bulino a