Κοπιάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bevallen, zwoegen, gezwoeg, sloven, mohel
Κοπιάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιάζω

κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοπιάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κοπή στα ολλανδικά - zetten, reduceren, snede, maaien, verlagen, vereenvoudigen, inkrimpen, ...
  • κοπανίζω στα ολλανδικά - pond, stampen, bonzen, dreun, dreun geven, harde klap
  • κοπιαστικός στα ολλανδικά - vermoeiend, vermoeiende, vermoeiing, vermoeiend zijn
  • κοπριά στα ολλανδικά - keutel, slib, modder, drek, slik, drol, mest, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bevallen, zwoegen, gezwoeg, sloven, mohel