Κοπιάζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erfiði, moil
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιάζω
κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κοπιάζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κοπή στα ισλανδικά - klippa, skera, nístur, skorið, fremstu, að klippa
- κοπανίζω στα ισλανδικά - thwack
- κοπιαστικός στα ισλανδικά - fatiguing
- κοπριά στα ισλανδικά - áburður, mykja, áburð, mykju, búfjáráburðar, húsdýraáburður
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: erfiði, moil
Μεταφράσεις: erfiði, moil