Περιστολή στα δανικά

Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
reduktion, nedsættelse, nedbringelse, reduktion af, reduktionen
Περιστολή στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιστολή

περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας δανικά, περιστολή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • περιστατικό στα δανικά - tilfælde, anliggende, hændelse, sag, happening, begivenhed, hændelsen, ...
  • περιστεράκι στα δανικά - squab, ryghynde, ryghynden, vagtel
  • περιστρέφομαι στα δανικά - rotere, gyrate, svinge
  • περιστρέφω στα δανικά - rotere, slue
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: reduktion, nedsættelse, nedbringelse, reduktion af, reduktionen