Περιστολή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
redução, redução de, diminuição, de redução, a redução
Περιστολή στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιστολή

περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, περιστολή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • περιστατικό στα πορτογαλικά - caso, pleito, assunto, processo, armário, incidente, incidentes, ...
  • περιστεράκι στα πορτογαλικά - gorducho, borracho, almofada, coxim, otomana
  • περιστρέφομαι στα πορτογαλικά - derramamento, rotação, derramar, revolucionar, voltar, volver, girar, ...
  • περιστρέφω στα πορτογαλικά - revolucionar, voltar, volver, giro, slue, enormidade, dar voltas
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: redução, redução de, diminuição, de redução, a redução