Περιστολή στα λιθουανικά
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, περιστολή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα λιθουανικά - reiškinys, linksnis, byla, dėžutė, įvykis, atsitikimas, atvejis, ...
- περιστεράκι στα λιθουανικά - neapsiplunksnavęs, beplunksnis, kresnas, drimba, minkšta pagalvėlė
- περιστρέφομαι στα λιθουανικά - suktis ratu, Riņķot, Judėti po spiralės, Kręcić, Pasukti į ratas
- περιστρέφω στα λιθουανικά - Posūkis, Pelkė, slue, Atidaromas judėjimas
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas
Μεταφράσεις: mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas