Περιστολή στα ισλανδικά

Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
takmarkaður, lækkun, minnkun, minnka, draga, að minnka
Περιστολή στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιστολή

περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, περιστολή στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • περιστατικό στα ισλανδικά - atvik, atburður, mál, sök, atvikið, tilvik, atvik sem
  • περιστεράκι στα ισλανδικά - squab
  • περιστρέφομαι στα ισλανδικά - gyrate
  • περιστρέφω στα ισλανδικά - slue
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: takmarkaður, lækkun, minnkun, minnka, draga, að minnka