Περιστολή στα ολλανδικά
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beperking, korting, verkleining, reductie, verlaging, vermindering, vermindering van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιστολή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα ολλανδικά - ding, aangelegenheid, gebeurtenis, affaire, proces, rechtsgeding, gerechtszaak, ...
- περιστεράκι στα ολλανδικά - duif, gedrongen, rugleuning, squab, de rugleuning
- περιστρέφομαι στα ολλανδικά - wentelen, spinnen, draaien, gyrate, ronddraaien
- περιστρέφω στα ολλανδικά - draaien, wentelen, slue
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beperking, korting, verkleining, reductie, verlaging, vermindering, vermindering van
Μεταφράσεις: beperking, korting, verkleining, reductie, verlaging, vermindering, vermindering van