Περιστολή στα εσθονικά
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vähendamine, vähenemine, piirang, vähendamise, vähendamist, vähendamisele
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας εσθονικά, περιστολή στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα εσθονικά - kapp, karp, ilmnemine, juhtum, esinemine, vahejuhtum, intsident, ...
- περιστεράκι στα εσθονικά - tuviliha, jässakas, sulitumata, pontsakas, metstuvi, suhtumata linnupojad
- περιστρέφομαι στα εσθονικά - tsentrifuugima, pöörlema, tiirlema
- περιστρέφω στα εσθονικά - pöörlema, slue, Keerutada, Pöörlema ümber, Ühendada kogu
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vähendamine, vähenemine, piirang, vähendamise, vähendamist, vähendamisele
Μεταφράσεις: vähendamine, vähenemine, piirang, vähendamise, vähendamist, vähendamisele