Περιστολή στα ρουμανικά
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
restricţie, reducere, simplificare, reducerea, reducere a, de reducere, reducerii
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας ρουμανικά, περιστολή στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα ρουμανικά - caz, proces, incident, incidente, incident de, incidentelor, incidentului
- περιστεράκι στα ρουμανικά - pui de porumbel, bondoc, golaș, canapea capitonată, pernă
- περιστρέφομαι στα ρουμανικά - se învârti, gyrate, învârti, girează, se mișca în cerc sau în spirală
- περιστρέφω στα ρουμανικά - slue
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: restricţie, reducere, simplificare, reducerea, reducere a, de reducere, reducerii
Μεταφράσεις: restricţie, reducere, simplificare, reducerea, reducere a, de reducere, reducerii