Στιγματίζω στα δανικά
Μετάφραση: στιγματίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mærke, stigmatisere, stemple, brændemærke, stigmatiserer, at stigmatisere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιγματίζω
στιγματίζω συνώνυμο, στιγματίζω συνώνυμα, στιγματίζω λεξικό γλώσσας δανικά, στιγματίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- στηρίγματα στα δανικά - blok, trisse, klods, rekvisitter, redskaber, props, rekvisitter til
- στιγμή στα δανικά - øjeblik, øjeblikket, tidspunkt
- στιγμιαίος στα δανικά - øjeblik, øjeblikkelig, øjeblikkelige, momentan, øjeblikkeligt, vandvarmere
- στιγμιότυπο στα δανικά - snapshot, øjebliksbillede, et snapshot
Τυχαίες λέξεις
Στιγματίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mærke, stigmatisere, stemple, brændemærke, stigmatiserer, at stigmatisere
Μεταφράσεις: mærke, stigmatisere, stemple, brændemærke, stigmatiserer, at stigmatisere