Στιγματίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: στιγματίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kılıç, marka, damgalamak, stigmatize, küçük düşürmek, damgalamaktadır, kınamak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιγματίζω
στιγματίζω συνώνυμο, στιγματίζω συνώνυμα, στιγματίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, στιγματίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- στηρίγματα στα τούρκικα - blok, küp, destekler, sahne, props, aksesuvar, sahne donanımı
- στιγμή στα τούρκικα - an, moment, anı, momenti, anda
- στιγμιαίος στα τούρκικα - an, ani, anlık, anında, enstantane
- στιγμιότυπο στα τούρκικα - enstantane fotoğraf, anlık, anlık görüntü, enstantane, snapshot
Τυχαίες λέξεις
Στιγματίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kılıç, marka, damgalamak, stigmatize, küçük düşürmek, damgalamaktadır, kınamak
Μεταφράσεις: kılıç, marka, damgalamak, stigmatize, küçük düşürmek, damgalamaktadır, kınamak