Στιγματίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: στιγματίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таўраваць, клеймаваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιγματίζω
στιγματίζω συνώνυμο, στιγματίζω συνώνυμα, στιγματίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στιγματίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- στηρίγματα στα λευκορωσικά - зачыняць, рэквізіт, рэквізыт
- στιγμή στα λευκορωσικά - момант, стану, час
- στιγμιαίος στα λευκορωσικά - імгненны
- στιγμιότυπο στα λευκορωσικά - здымак
Τυχαίες λέξεις
Στιγματίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: таўраваць, клеймаваць
Μεταφράσεις: таўраваць, клеймаваць