Στιγματίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: στιγματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клеймо, смолоскип, меч, ґатунок, клеймити, факел, таврувати, клеймувати, тавруватимуть, обмовляти
Στιγματίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιγματίζω

στιγματίζω συνώνυμο, στιγματίζω συνώνυμα, στιγματίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στιγματίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στηρίγματα στα ουκρανικά - блокувати, заблокувати, квартал, блок, ставити, реквізит, реквізиту
  • στιγμή στα ουκρανικά - матуся, матінка, мама, невідкладність, момент, час, зараз, ...
  • στιγμιαίος στα ουκρανικά - невідкладність, миттєвий, миттєву, миттєва, миттєве
  • στιγμιότυπο στα ουκρανικά - виділення, освітлювати, висвітлити, підсвічення, знімок, зображення, фотографію
Τυχαίες λέξεις
Στιγματίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: клеймо, смолоскип, меч, ґатунок, клеймити, факел, таврувати, клеймувати, тавруватимуть, обмовляти