Στιγματίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: στιγματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwaard, degen, brandmerk, stigmatiseren, brandmerken, te stigmatiseren, stigmatisering, stigmatisering van
Στιγματίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιγματίζω

στιγματίζω συνώνυμο, στιγματίζω συνώνυμα, στιγματίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στιγματίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στηρίγματα στα ολλανδικά - blokkeren, dobbelsteen, vastzetten, afsluiten, kubus, blok, klontje, ...
  • στιγμή στα ολλανδικά - moment, ogenblik, oogwenk, tel, wip, tijdstip, schip, ...
  • στιγμιαίος στα ολλανδικά - ogenblik, moment, tijdstip, tel, oogwenk, wip, ogenblikkelijk, ...
  • στιγμιότυπο στα ολλανδικά - momentopname, snapshot, foto
Τυχαίες λέξεις
Στιγματίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwaard, degen, brandmerk, stigmatiseren, brandmerken, te stigmatiseren, stigmatisering, stigmatisering van