Στιγματίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: στιγματίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyyppi, miekka, kekäle, laji, leima, laatu, leimata, leimaamaan, leimaavat, syyllistää, leimaamiseksi
Στιγματίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιγματίζω

στιγματίζω συνώνυμο, στιγματίζω συνώνυμα, στιγματίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, στιγματίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • στηρίγματα στα φινλανδικά - kuutio, sulkea, väkipyörä, saartaa, estää, muovata, tukkia, ...
  • στιγμή στα φινλανδικά - tovi, silmänräpäys, ajankohta, momentti, kotva, tuokio, välitön, ...
  • στιγμιαίος στα φινλανδικά - välitön, silmänräpäys, ajankohta, tovi, tuokio, hetki, hetkellinen, ...
  • στιγμιότυπο στα φινλανδικά - raita, kohokohta, huipentaa, korostaa, huipennus, kuva, tilannekuvan, ...
Τυχαίες λέξεις
Στιγματίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tyyppi, miekka, kekäle, laji, leima, laatu, leimata, leimaamaan, leimaavat, syyllistää, leimaamiseksi