Στιγματίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στιγματίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estigmatizar, estigmatizam, estigmatizá, estigmatiza, estigmatizar os
Στιγματίζω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιγματίζω

στιγματίζω συνώνυμο, στιγματίζω συνώνυμα, στιγματίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στιγματίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στηρίγματα στα πορτογαλικά - tapar, peça, cubo, massa, bloco, adereços, suportes, ...
  • στιγμή στα πορτογαλικά - momento, mudar, instante, imediato, prestação, momento em, momento por
  • στιγμιαίος στα πορτογαλικά - instante, prestação, momento, imediato, instantâneo, instantânea, instantâneas, ...
  • στιγμιότυπο στα πορτογαλικά - instantâneo, snapshot, de instantâneo, captura instantânea, instantâneo de
Τυχαίες λέξεις
Στιγματίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estigmatizar, estigmatizam, estigmatizá, estigmatiza, estigmatizar os