Στρέμμα στα δανικά

Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
acre, hektar, hektar store, hektar stor, acres
Στρέμμα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρέμμα

στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας δανικά, στρέμμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στοχαστικός στα δανικά - kontemplative, kontemplativ, eftertænksom, kontemplativt, contemplative
  • στοχεύω στα δανικά - hensigt, mål, target, målet, målsætning
  • στρέψη στα δανικά - torsion, vridning, torsionsfjeder
  • στρίβω στα δανικά - veksle, dreje, vende, forandre, vending, scoot, en scoot
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: acre, hektar, hektar store, hektar stor, acres