Στρέμμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
acre, hectare, hectare groot, hectare grote, ha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέμμα
στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στρέμμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- στοχαστικός στα ολλανδικά - beschouwend, contemplatieve, contemplatief, beschouwende, de contemplatieve
- στοχεύω στα ολλανδικά - schietschijf, objectief, honk, doelwit, doelstelling, doel, mikpunt, ...
- στρέψη στα ολλανδικά - draaiing, wringing, torsie, torsieveren
- στρίβω στα ολλανδικά - ronddraaien, keren, omdraaien, wenden, veranderen, draaien, curve, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: acre, hectare, hectare groot, hectare grote, ha
Μεταφράσεις: acre, hectare, hectare groot, hectare grote, ha