Στρέμμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акра, акр, акри, хектари, ар
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέμμα
στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στρέμμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στοχαστικός στα σλαβομακεδονικά - контемплативен, контемплативна, контемплативно, контемплативни, контемплативниот
- στοχεύω στα σλαβομακεδονικά - целта, целни, цел, целна, целната
- στρέψη στα σλαβομακεδονικά - торзија, торзиони, торзијата, торзиона, торзија на
- στρίβω στα σλαβομακεδονικά - scoot
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: акра, акр, акри, хектари, ар
Μεταφράσεις: акра, акр, акри, хектари, ар