Στρέμμα στα σουηδικά
Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tunnland, acre, hektar, hektar stora, hektar stor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέμμα
στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, στρέμμα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- στοχαστικός στα σουηδικά - kontemplativ, kontemplativa, kontemplativt, tank, kontemplativ person
- στοχεύω στα σουηδικά - mål, målet
- στρέψη στα σουηδικά - torsion, vrid, vridning, vridnings, torsions
- στρίβω στα σουηδικά - vrida, kröka, scoot
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tunnland, acre, hektar, hektar stora, hektar stor
Μεταφράσεις: tunnland, acre, hektar, hektar stora, hektar stor