Στρέμμα στα λιθουανικά

Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akras, acre, akrų, Kapsēta
Στρέμμα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρέμμα

στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στρέμμα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • στοχαστικός στα λιθουανικά - mąslus, kontempliatyvi, kontempliatyvios, contemplativae, kontempliatyvus
  • στοχεύω στα λιθουανικά - tikslas, taikinys, tikslinė, tikslinės, tikslinis, taikiniu
  • στρέψη στα λιθουανικά - sukimas, torsioninės, torsioninių, sukimo, persisukimas
  • στρίβω στα λιθουανικά - arti, skusti, skuosti, Mirti, dumti, Drapnąć
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: akras, acre, akrų, Kapsēta