Στρέμμα στα τσεχικά

Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akr, jitro, akrů, akra, acre, ha
Στρέμμα στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρέμμα

στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας τσεχικά, στρέμμα στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • στοχαστικός στα τσεχικά - kontemplativní, rozjímavý, hloubavý, hloubavá, zamyšleně
  • στοχεύω στα τσεχικά - cíl, terč, záměr, zacílit, cílové, cílová, cílový
  • στρέψη στα τσεχικά - kroucení, torzní, torze, torzních, zkrutným
  • στρίβω στα τσεχικά - obrat, zahýbat, zvrátit, otočit, přeložit, otočka, změnit, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: akr, jitro, akrů, akra, acre, ha