Στρέμμα στα ιταλικά
Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acro, acri, ettari, ettaro, acri di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέμμα
στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, στρέμμα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- στοχαστικός στα ιταλικά - contemplativo, contemplativa, contemplative, contemplazione
- στοχεύω στα ιταλικά - obiettivo, oggettivo, mira, traguardo, meta, scopo, segno, ...
- στρέψη στα ιταλικά - torsione, di torsione, torsionale, torsioni, a torsione
- στρίβω στα ιταλικά - vicenda, curva, rivoltare, virare, girare, rivolgere, fila, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: acro, acri, ettari, ettaro, acri di
Μεταφράσεις: acro, acri, ettari, ettaro, acri di