Στρέμμα στα εσθονικά
Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aaker, aakri, aakrit, acre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέμμα
στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, στρέμμα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- στοχαστικός στα εσθονικά - mõtisklev, mõtisklevat, kontemplatiivsed, contemplative, kontemplatiivse
- στοχεύω στα εσθονικά - sihtmärk, märklaud, siht, eesmärk, eesmärgi, Sihtväärtust
- στρέψη στα εσθονικά - vääne, väändejõud, torsioon, torsiooni, väändele, väändevedru
- στρίβω στα εσθονικά - pöörama, pööre, kihutama, Scoot, Häipyä, Pinkaista
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: aaker, aakri, aakrit, acre
Μεταφράσεις: aaker, aakri, aakrit, acre