Στρέμμα στα τούρκικα
Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dönümlük, Acre, dönüm, hektarlık, dönümlük bir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέμμα
στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, στρέμμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- στοχαστικός στα τούρκικα - düşünceye dalmış, dalgın, tefekkür, düşünceli, dalmış
- στοχεύω στα τούρκικα - amaç, niyet, hedef, hedefi, bir hedef
- στρέψη στα τούρκικα - burulma, torsiyon, torsiyonu, burma, bükme
- στρίβω στα τούρκικα - kavis, viraj, döndürmek, dönmek, dönemeç, kaçmak, Scoot, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dönümlük, Acre, dönüm, hektarlık, dönümlük bir
Μεταφράσεις: dönümlük, Acre, dönüm, hektarlık, dönümlük bir