Στρέμμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: στρέμμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акр, володіння, акрил
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρέμμα
στρέμμα σε μέτρα, στρέμμα acre, στρέμμα translation, στρέμμα wikipedia, στρέμμα σε εκτάρια, στρέμμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στρέμμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στοχαστικός στα ουκρανικά - споглядальний, задумливий, задуманий, замислений
- στοχεύω στα ουκρανικά - мета, завдання, прицільний, ціль, мету, мішень, меті, ...
- στρέψη στα ουκρανικά - скручування, заворот, кручення, крутіння, крутяться, крученню
- στρίβω στα ουκρανικά - поверніться, черга, виганяти, вертатися, оборот, бігти, втекти, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρέμμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: акр, володіння, акрил
Μεταφράσεις: акр, володіння, акрил