Σύντροφος στα δανικά

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
følgesvend, ledsager, companion, kammerat, partner
Σύντροφος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας δανικά, σύντροφος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα δανικά - snart, hurtigt, hurtigst, snarest, når
  • σύντομος στα δανικά - kort, snart, kortfattet, korte, kortvarig, kort sagt
  • σύριγγα στα δανικά - sprøjte, sprøjten, injektionssprøjte, injektionssprøjten, sprøjtens
  • σύρμα στα δανικά - tråd, telegram, wire, ledning, tråden, ledninger
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: følgesvend, ledsager, companion, kammerat, partner