Σύντροφος στα λιθουανικά
Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutuoktinis, partneris, draugas, kompanionas, palydovas, companion
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύντροφος
σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σύντροφος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σύντομα στα λιθουανικά - anksti, trumpai, netrukus, greitai, greičiau, tik, kai tik
- σύντομος στα λιθουανικά - trumpas, anksti, trumpai, trumpa, trumpą, glaustai
- σύριγγα στα λιθουανικά - švirkštas, švirkšte, švirkštą, švirkšto, švirkštų
- σύρμα στα λιθουανικά - laidas, viela, telegrama, vielos, wire, laidai
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sutuoktinis, partneris, draugas, kompanionas, palydovas, companion
Μεταφράσεις: sutuoktinis, partneris, draugas, kompanionas, palydovas, companion