Σύντροφος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придружник, другар, сопатник, придружничка, сопатничка
Σύντροφος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σύντροφος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα σλαβομακεδονικά - наскоро, веднаш, набрзо, набргу, скоро
  • σύντομος στα σλαβομακεδονικά - краток, Накратко, кратка, кратки, кратко
  • σύριγγα στα σλαβομακεδονικά - шприц, шприцот, шприцови, спринцовка
  • σύρμα στα σλαβομακεδονικά - жица, на жица, жичани, жицата, жица за
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: придружник, другар, сопатник, придружничка, сопатничка